- Κυδώνης
- Επώνυμο οικογένειας λογίων και πολιτικών της υστεροβυζαντινής περιόδου. 1. Δημήτριος (Θεσσαλονίκη 1324; – Βενετία ή Κρήτη 1397/8). Πολιτικός, θεολόγος και συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, έλαβε επιμελημένη μόρφωση και έδειξε την ευρυμάθειά του σε πολύ νεαρή ηλικία. Ήταν οπαδός του αριστοκρατικού κόμματος κατά την επανάσταση της Θεσσαλονίκης και τον εμφύλιο πόλεμο (1341-47), κυνηγήθηκε από τους Ζηλωτές, καταστράφηκε οικονομικά, ενώ έφτασε πολύ κοντά στον θάνατο. Αργότερα, μετά τη συμφιλίωση του Ιωάννη Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, υπηρέτησε διαδοχικά και τους δύο αυτοκράτορες ως πολιτικός σύμβουλος. Με την ιδιότητα αυτή ανέλαβε πολλές διπλωματικές αποστολές στην Ιταλία και παρατήρησε τις πρώιμες εκδηλώσεις της επερχόμενης Αναγέννησης. Ο Κ. υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος του φιλοδυτικού ρεύματος στο Βυζάντιο· εργάστηκε για την ένωση των δύο Εκκλησιών και υπέδειξε την ανάγκη πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας με τους δυτικούς ηγεμόνες για την απόκρουση του τουρκικού κινδύνου. Εξαιτίας του φιλολατινισμού του, έγινε στόχος επικρίσεων και αναθεματισμών εκ μέρους των απομονωτικών και των ανθενωτικών ορθοδόξων, όμως στην Ιταλία τιμήθηκε από την Ενετική Δημοκρατία και τον πάπα. Ολόκληρο το αξιόλογο συγγραφικό του έργο υπηρετεί τις πολιτικοθρησκευτικές του επιδιώξεις· εκτός από μια σειρά θεολογικών πραγματειών, όπου προσπάθησε να αποδείξει τη δογματική ταυτότητα των δύο Εκκλησιών, έγραψε επίσης διάφορους λόγους με επίκαιρο περιεχόμενο, όπως η Μονωδία για τη σφαγή των αριστοκρατικών της Θεσσαλονίκης από τους Ζηλωτές (1346), ο Ρωμαίων συμβουλευτικός και ο Συμβουλευτικός περί Καλλιπόλεως, που αποτελούν δύο από τα πιο μεστά πολιτικά δοκίμια της βυζαντινής φιλολογίας. Η ογκώδης αλληλογραφία του αποτελεί σημαντική ιστορική πηγή, μέσω της οποίας μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την κίνηση των ιδεών και τα αλληλοσυγκρουόμενα πνευματικά ρεύματα στο Βυζάντιο κατά το δεύτερο μισό του 14ου αι. Τέλος, ο Κ. μετέφρασε στα ελληνικά έργα του Αυγουστίνου, του Θωμά Ακινάτη και άλλων δυτικών συγγραφέων. 2. Πρόχορος (Θεσσαλονίκη 1330; – 1368/69). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Δημητρίου. Σε πολύ νεαρή ηλικία μόνασε στη μονή Λαύρας στο Άγιον Όρος, όπου χειροτονήθηκε ιερέας. Ασχολήθηκε με τα θεολογικά ζητήματα της εποχής του και ήταν αντίπαλος των ησυχαστών. Το 1365 έστειλε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο Κόκκινο, ο οποίος ήταν υποστηρικτής των ησυχαστών, ένα κείμενό του που βασιζόταν στις αντιλήψεις της δυτικής λατινικής θεολογίας, στο οποίο υπεράσπιζε τις απόψεις του για τους ησυχαστές. Λίγο αργότερα, η σύνοδος του 1368 καταδίκασε τις απόψεις του και τον αφόρισε. Λέγεται μάλιστα ότι ο Κ. μετανόησε και αποκήρυξε τις ιδέες του, αν και αυτό δεν φαίνεται να ευσταθεί. Τα επιχειρήματα των Λατίνων θεολόγων τα οποία χρησιμοποίησε ο Κ. εμφανίζονται κυρίως στο σύγγραμμά του Περί ουσίας και ενεργείας.
Dictionary of Greek. 2013.